- φυσιοκρατικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιοκρατία (βλ. λ.).2. ο οπαδός της φυσιοκρατίας, ο φυσιοκράτης.3. αυτός που ακολουθεί τη θεωρία των φυσιοκρατών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.