φυσιοκρατικός

φυσιοκρατικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιοκρατία (βλ. λ.).
2. ο οπαδός της φυσιοκρατίας, ο φυσιοκράτης.
3. αυτός που ακολουθεί τη θεωρία των φυσιοκρατών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσιοκρατικός — ή, ό, Ν [φυσιοκρατία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυσιοκράτη και στη φυσιοκρατία 2. αυτός που σχετίζεται με την οικονομική θεωρία τών φυσιοκρατών 3. (για πρόσ.) αυτός που ασπάζεται την παραπάνω θεωρία («φυσιοκρατικός φιλόσοφος») …   Dictionary of Greek

  • Μπέμε, Γιάκομπ — (Jakob Boehme, 1575 – 1624). Γερμανός φιλόσοφος. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Είχε ροπή προς τη μυστικοπάθεια και τη φιλοσοφική διανόηση και γι’ αυτό μελετούσε διάφορα συγγράμματα που αναφέρονταν στη φυσική φιλοσοφία του Βάιγκελ, Σβέγκφελντ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”